σανίδια

σανίδια
σανίδιον
small board
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρελόβεργο — το το ξύλινο στεφάνι που συγκρατεί τα πλάγια σανίδια του βαρελιού …   Dictionary of Greek

  • εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …   Dictionary of Greek

  • καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… …   Dictionary of Greek

  • καφάσι — (I) το 1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών 2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • κουπαστή — η 1. κοινή ονομασία τού ανώτατου χείλους τών δύο πλευρών πλοίου 2. (για τα μικρά σκάφη) το μικρό κατάστρωμα τής πλώρης και τής πρύμνης που είναι στρωμένο με σανίδια 3. οποιοδήποτε προστατευτικό κιγκλίδωμα εξώστη, σκάλας, σκαλωσιάς, οικοδομής… …   Dictionary of Greek

  • πασαμέντο — το πλαίσιο από σανίδια, πλάκες ή μάρμαρα στο κάτω μέρος τών εσωτερικών τοίχων οικοδομής για διακόσμηση τών τοίχων και για προφύλαξή τους από φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passamento] …   Dictionary of Greek

  • σανιδικός — ή, ό, Ν [σανίδα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σανίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Σανιδικά διαδηλώσεις και ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα το 1902 στην διάρκεια κυβερνητικής κρίσης και που ονομάστηκαν έτσι επειδή οι διαδηλωτές… …   Dictionary of Greek

  • σανιδώνω — σανιδῶ, όω, ΝΑ [σανίς, ίδος] επικαλύπτω μια επιφάνεια με σανίδες, στρώνω με σανίδια …   Dictionary of Greek

  • σοβατεπί — και σουβατεπί και σουβαντιπί, το, Ν περίζωμα από σανίδια ή μάρμαρα στο εσωτερικό κάτω μέρος τοίχου κτηρίου …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”